- αθλητισμός
- Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική προσπάθεια του ανθρώπου όχι μόνο να αποκτήσει σωματικό κάλλος, αλλά και να καταστήσει το σώμα του ικανότερο για τις υψηλότερες λειτουργίες του. Με την έννοια αυτή ο α. στόχο έχει να εξαλείψει όλες τις ελλείψεις και τις ατέλειες που εμποδίζουν το μυϊκό σύστημα να εκτελέσει με ακρίβεια τις εντολές του νου.
Επειδή πηγάζει άμεσα από στοιχειώδεις κινήσεις και βασίζεται αποκλειστικά στην επιδεξιότητα και τον συντονισμό της σωματικής δύναμης του ανθρώπου, μπορεί να ειπωθεί ότι ο α. γεννήθηκε μαζί με τον άνθρωπο. Η πρόκληση σε αγώνα για το ποιος θα τρέξει πιο γρήγορα, ποιος θα πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο άλμα ή ποιος θα κάνει τη μεγαλύτερη ρίψη, απέβλεπε στο να αντιπαραβληθεί η ταχύτητα που κάθε άνθρωπος αποκτούσε καταδιώκοντας τη λεία, η επιδεξιότητα στο χτύπημά της με πέτρα ή με ακόντιο ή η δύναμη να τη μεταφέρει χωρίς τη βοήθεια μηχανικών μέσων. Η τεχνική των κινήσεων, που ο άνθρωπος μάθαινε όταν αγωνιζόταν για την ύπαρξή του, τελειοποιήθηκε αργότερα με την επίδοση στον α. Στην ιστορία του, που οι αρχές της είναι μακρινές και αβέβαιες, ο α. είχε πάντα μοναδικό σκοπό τη νίκη εναντίον του άμεσου αντίπαλου, ανεξάρτητα από την αξία του ως αθλητή. Μόνο στη σύγχρονη εποχή η επιστημονική πρόοδος έχει επιβάλει στον αθλητή να αγωνίζεται ακόμα και εναντίον των ορίων της ανθρώπινης ικανότητας, όπως την καθορίζει η μέτρηση του χώρου και του χρόνου.
Για τα επιμέρους αθλήματα (αγωνίσματα), βλ. αντίστοιχα λήμματα. Παρακάτω ακολουθεί ιστορική επισκόπηση του λεγόμενου κλασικού α., δηλαδή των σύγχρονων αγωνισμάτων του στίβου, ενώ σε ό,τι αφορά την κλασική αρχαιότητα η επισκόπηση περιλαμβάνει και τα λεγόμενα βαριά αγωνίσματα (πάλη κλπ.).
Ιστορία. Κατά την αρχαιότητα, όταν η ομαδική ζωή οδηγούσε σε συγκρίσεις μεταξύ των ανθρώπων, παιδιά και έφηβοι συναγωνίζονταν στο τρέξιμο, στο άλμα, στη ρίψη κάθε είδους αντικειμένων. Οι αρχαιότερες όμως μαρτυρίες για την ιστορία του α. προέρχονται είτε από αποσπάσματα που αναφέρονται σε μυθικά κατορθώματα, π.χ. των βασιλιάδων της Μεσοποταμίας, που δεν παρέχουν καμιά δυνατότητα να διευκρινιστεί το τεχνικό και αγωνιστικό περιεχόμενο τους, είτε από ανάγλυφες παραστάσεις που έχουν φθαρεί από τον χρόνο. Μυθικές διηγήσεις που βασίζονται στην αθλητική αξία μάς άφησαν οι Κρήτες. Αθλητές ονομάζονταν, στην αρχαία Ελλάδα, εκείνοι που αγωνίζονταν επαγγελματικά για την απόκτηση του άθλου, που δεν ήταν όμως μόνο τιμητική διάκριση, αλλά και υλική αμοιβή. Το άθλον ήταν βραβείο που δινόταν σε γυμναστικούς αγώνες, όπως η πυγμαχία και το παγκράτιον. Για τους αθλητές, η εκγύμναση του σώματος ήταν μέσο βιοπορισμού, σε αντίθεση με τους μη επαγγελματίες, που ασκούσαν το σώμα τους για να υπάρχει αρμονική ανάπτυξή του, παράλληλα με το πνεύμα, και για προετοιμασία στη στρατιωτική υπηρεσία. Οι επαγγελματίες αθλητές ακολουθούσαν ειδικό τρόπο ζωής χάρη στον οποίο εξασφάλιζαν εξαιρετική ανάπτυξη των μυών τους, αλλά τους έκανε ακατάλληλους για κάθε άλλη ενασχόληση. Το επάγγελμα του αθλητή επέλεγαν κυρίως άνθρωποι μη ευγενικής καταγωγής, και ήταν περισσότερο δημοφιλές στο πλήθος παρά στους ανθρώπους που είχαν μόρφωση και ευφυΐα. Εκτός από την πυγμαχία και το παγκράτιο, οι αθλητές ασκούσαν το σώμα τους και στον δρόμο, την πάλη και το πένταθλο. Η προπόνηση γινόταν σε παλαίστρες, που υπήρχαν σε όλες τις ελληνικές πόλεις και ήταν διαφορετικές από τα γυμνάσια. Την προπόνηση επόπτευαν οι γυμνασίαρχοι και τη δίαιτα κανόνιζαν οι αλείπται. Αρχικά οι αθλητές δεν έτρωγαν κρέας, αλλά νωπό τυρί, ξερά σύκα και σιτάρι. Την κρεοφαγία εγκαινίασε ο Δρομεύς ο εκ Στυμφάλου ή κάποιος Πυθαγόρας, και ο Γαληνός γράφει πως οι αθλητές που μετείχαν σε δυνατούς αγώνες έτρωγαν χοιρινό κρέας και ειδικό ψωμί. Ο Πλάτων, στην Πολιτεία του, αναφέρει πως οι αθλητές έτρωγαν βοδινό κρέας. Μετά το τέλος της προπόνησης, οι αθλητές υποχρεώνονταν να φάνε μια ποσότητα τροφής, που λεγόταν αναγκοτροφία, και κατόπιν έπεφταν να κοιμηθούν. Λέγεται πως ένας αθλητής, ο Αστυδάμας, έφαγε μόνος του φαγητό που είχε ετοιμαστεί για εννέα άτομα. Ο Πολυδάμας ο Θεσσαλός έπνιξε με τα χέρια του ένα λιοντάρι, και ο Κέρας ή Κήρας κράτησε τόσο δυνατά από το πόδι έναν ταύρο, ώστε το ζώο, για να διαφύγει, άφησε στα χέρια του αθλητή την οπλή του. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι κατέκριναν τον επαγγελματικό α. ως βλαβερό όχι μόνο για το σώμα, αλλά και για το πνεύμα. Πριν από τον 5ο αι. π.Χ., δεν υπήρχε τόσο μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε επαγγελματίες και μη, και πολλοί από αυτούς που έπαιρναν αθλητικά βραβεία ήταν εξέχοντες δημόσιοι άντρες. Έτσι, ο Φάυλλος ο Κροτωνιάτης, που νίκησε τρεις φορές στα Πύθια, ήταν πλοίαρχος δικού του πολεμικού στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Δωριεύς ο Ρόδιος, που είχε νικήσει τέσσερις φορές σε αγώνες, ήταν διάσημος πολιτικός κλπ.
Παράλληλα με τον α., οι αρχαίοι Έλληνες ευνοούσαν και την αθλοπαιδιά, άθλημα που δεν απέβλεπε στην επίτευξη επιδόσεων, αλλά στη φυσική αγωγή, την καλλιέργεια της σωματικής ευρωστίας κλπ. Στον ελληνικό κόσμο, οι αθλοπαιδιές ήταν πολλές και διάφορες και έπαιρναν μέρος σε αυτές όχι μόνον έφηβοι, άντρες και ηλικιωμένοι, αλλά και κόρες και ενήλικες γυναίκες, όπως π.χ. η Ναυσικά, η κόρη του βασιλιά των Φαιάκων, που σφαίριζε (έπαιζε τόπι) με τις θεραπαινίδες της. Τέτοιος ήταν και ο δημόσιος χορός των Σπαρτιατών, νέων και γερόντων. Τα γυμνάσια (γυμναστήρια) που υπήρχαν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, οι παλαίστρες, τα λουτρά κλπ. ήταν δημόσιοι χώροι αθλοπαιδιών, που προορίζονταν να πραγματώσουν τα ιδανικά της φυσικής αγωγής όπως τα διατυπώνει ο Πλάτων (Νόμοι Α, 6), όταν αναφέρει ότι το πρώτο αγαθό είναι η υγεία, το δεύτερο το κάλλος και το τρίτο η δύναμη στον δρόμο.
Όταν το 394 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος κατάργησε τους Ολυμπιακούς αγώνες, ο α. είχε μετατραπεί σε καθαρό θέαμα και τα διάφορα αθλητικά αγωνίσματα είχαν παραχωρήσει τη θέση τους σε αγώνες πάλης και ιπποδρομίες. Ωστόσο η άσκηση του α. δεν θα πρέπει να είχε παρακμάσει εντελώς, αφού το 529 οι συντάκτες του Ιουστιανιάνειου Κώδικα συμπεριέλαβαν στα αγωνίσματα την πάλη, το άλμα εις ύψος, το άλμα εις μήκος και τον ακοντισμό.
Τον 11ο αι. οι περίφημες σκοτσέζικες γιορτές του Μπρέμαρ, τις οποίες είχε καθιερώσει ο βασιλιάς Μάλκολμ Γ’, περιλάμβαναν αγώνες ρίψης δοκών και λίθων καθώς και δρόμους ταχύτητας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διακήρυξη (1330) του Εδουάρδου Γ’ της Αγγλίας, που απαγόρευε στους υπηκόους του την άσκηση του α. με την πρόθεση να ευνοήσει την εκγύμναση στην τοξοβολία. Μόλις το 1617, ο Ιάκωβος Α’, με διάταγμά του (Declaration of sports), κατήργησε εντελώς τις απαγορεύσεις του Εδουάρδου.
Για αθλητικά ρεκόρ μπορεί να γίνει λόγος από το 1740, όταν ο φιλόσοφος Τόμας Καρλάιλ πέτυχε το πρώτο ρεκόρ των 17,300 χλμ. σε μια ώρα, που το κατέρριψαν ύστερα από 48 χρόνια. Το πρώτο ρεκόρ σε δρόμο ενός μιλίου φαίνεται πως το πέτυχε ο Φρεντ Γουόλπολ, επειδή είχε βάλει στοίχημα· έτρεξε το 1609, 34 μ. σε 4’ 30’’. Η πρώτη όμως γνωστή χρονομέτρηση στο ένα τέταρτο μιλίου (402,33 μ.) και επομένως το πρώτο ρεκόρ με 56’’ ανήκει στον Σκοτσέζο λοχαγό Μπάρκλεϊ Άλαρνταϊς (1796). Οι πρώτοι επαγγελματίες παρουσιάστηκαν στην Αμερική τον 19ο αι.· ο Τζορτζ Στιούαρτ έτρεξε τις 100 γυάρδες (100μ.) σε 9’’ 3/4 (1843). Στη μέτρηση αυτή χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά χρονόμετρα. Αίσθηση είχαν προκαλέσει τότε τα ρεκόρ του Καναδού ερυθρόδερμου Λούις Μπένετ στον δρόμο μιας ώρας: 18.360 χλμ. το 1862, 18.425 χλμ. και 18.589 χλμ. το 1863. Την περίοδο αυτή, ωστόσο, οι αγώνες μεταξύ αθλητών δεν διέπονταν από κανονισμούς και είχαν πρωταγωνιστή ή τον ερασιτέχνη αθλητή (sportsman)ή τον επαγγελματία, που έτρεχε ή πηδούσε σαν ακροβάτης σε τσίρκο. Μόλις το 1828 αρχίζει η επίδοση σε ορισμένα αγωνίσματα που γίνονταν και στην αρχαιότητα. Την πρωτοβουλία είχε ο διευθυντής ενός κολεγίου στην Αγγλία, ο οποίος όρισε και τους σχετικούς κανόνες. Το 1837 εγκαινιάστηκαν στο κολέγιο αυτό οι πρώτοι ετήσιοι αγώνες δρόμου (crick run). Τo παράδειγμα ακολούθησε το κολέγιο του Ίτον και το 1850 το Έξετερ και το Ίτον οργάνωσαν την πρώτη αθλητική συνάντηση με αγωνίσματα δρόμου. Τα επόμενα χρόνια στη συνάντηση αυτή προστέθηκαν και τα άλματα. Το 1855 δημοσιεύτηκε το πρώτο εγχειρίδιο για αγώνες δρόμου με τον τίτλο Training of man for pedestrian exercise. Τo φθινόπωρο του 1857 οργανώνεται το πρώτο φοιτητικό πρωτάθλημα στο Κέιμπριτζ και το 1860 στην Οξφόρδη. Το 1864 γίνεται η πρώτη αθλητική συνάντηση μεταξύ Οξφόρδης και Κέιμπριτζ με οκτώ αγωνίσματα.
Στα αμέσως επόμενα χρόνια ο α. ξεφεύγει από τα όρια των κολεγίων και διαδίδεται σε ολόκληρη την Αγγλία. Έτσι κάνει την εμφάνισή του ο σύγχρονος α. και από τότε αρχίζει το μακροχρόνιο έργο του καταρτισμού των κανονισμών, του καθορισμού της τεχνικής των αγωνισμάτων, της δημιουργίας αθλητικών εγκαταστάσεων και της διαμόρφωσης εκπαιδευτών. Το 1863 εμφανίζεται, στην Αγγλία πάντα, το Mincing Lane Athletic Club, που από το 1866, με τον τίτλο London Athletic Club, έγινε η πιο ονομαστή αθλητική λέσχη της Βρετανίας. Δύο χρόνια αργότερα η ίδια λέσχη κατασκεύασε τον πρώτο στίβο για αθλητικούς αγώνες στρωμένο με κάρβουνο, μήκους 506 μ. Το 1866 ιδρύεται η Amateur Athletic Club, που σύμφωνα με το ιδρυτικό της είχε σκοπό την οργάνωση εθνικού πρωταθλήματος. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ιδρύθηκε το 1863 η New York Athletic Club,που γρήγορα έγινε η πιο δραστήρια και καλύτερη αθλητική οργάνωση του κόσμου. Το 1871 έγιναν οι πρώτοι αμερικανικοί αγώνες πρωταθλήματος. Στη Γαλλία ιδρύθηκε το 1886 η Racing Club de France, η οποία τον επόμενο χρόνο μαζί με την οργάνωση Stade Françαis δημιουργούν την Union des societés françaises des courses à pied.
Στην Ελλάδα, οι πρώτες, αλλά όχι επιτυχείς προσπάθειες οργάνωσης αγώνων γίνονται στην Αθήνα το 1860 (στην πλατεία Ελευθερίας) και το 1870 και 1875 (στο Στάδιο). Ο πρώτος αθλητικός σύλλογος συγκροτείται το 1879 και αναδιοργανώνεται το 1886 με τον τίτλο Αθλητικός Σύλλογος. Το 1891ιδρύεται στην Αθήνα ο Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος, στην Πάτρα η Παναχαϊκή, ενώ το 1898 στη Σμύρνη ο Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος. Η διεξαγωγή το 1896 στην Αθήνα των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων γίνεται αφετηρία για μια ουσιαστική ανάπτυξη του αθλητισμού και τον επόμενο χρόνο ιδρύεται ο ΣΕΓΑΣ (Σύλλογος Ελληνικών Γυμναστικών και Αθλητικών Σωματείων), ανώτατη γενική αθλητική αρχή, από την οποία όμως αργότερα αποσπώνται διάφορα αθλήματα (ποδόσφαιρο, πάλη, πυγμαχία κλπ.) και χειραφετούνται δημιουργώντας ιδιαίτερες ομοσπονδίες.
Η διάδοση του α. από τις αθλητικές λέσχες και η οργάνωση εθνικών πρωταθλημάτων επεκτείνεται γρήγορα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το 1884 γίνεται η πρώτη διεθνής συνάντηση: μια ομάδα Ιρλανδών ερασιτεχνών αθλητών περιόδευσε στον Καναδά και είχε πολυάριθμες επιτυχίες.
Με σκοπό τον συντονισμό της αθλητικής δραστηριότητας σε εθνικό επίπεδο, την ενοποίηση των κανονισμών και την οργάνωση διεθνών συναντήσεων, ιδρύθηκαν πολυάριθμες ομοσπονδίες: το 1889 στο Βέλγιο η Fédération Belge des courses à pied και ακολουθούν το 1895 η Σουηδία, το 1897 η Ελλάδα (ίδρυση ΣΕΓΑΣ), η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία και το 1898 η Γερμανία. Το 1905 δημιουργείται επίσημο τμήμα α. στην Ελβετική Ένωση Ποδοσφαίρου, η οποία συγχωνεύτηκε αργότερα με την αντίστοιχη οργάνωση της γερμανικής Ελβετίας Association Suisse de Football et d΄ athlétismé.
Όλες αυτές οι ομοσπονδίες πολλαπλασίασαν τις αθλητικές συναντήσεις, μεταξύ των οποίων είναι και οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες, που οργανώθηκαν πρώτη φορά στην Αθήνα το 1896, με πρωτοβουλία του Γάλλου Πιερ ντε Κουμπερτέν. Οι συναντήσεις αυτές απαιτούσαν καινούργιες συμφωνίες σχετικά με τα αγωνίσματα και τους κανονισμούς. Έτσι, το 1913 ιδρύθηκε στη Στοκχόλμη η Διεθνής Ομοσπονδία Ερασιτεχνικού Α.(ΙΑΑF). Στην ομοσπονδία αυτή ανήκουν και τα ελληνικά αθλητικά ερασιτεχνικά σωματεία.
α. γυναικών. Ενώ οι Ολυμπιακοί αγώνες έδωσαν μια καινούργια ώθηση στα αντρικά αγωνίσματα, οι γυναίκες δυσκολεύτηκαν πολύ να επιβληθούν στα αθλητικά στάδια στις αρχές του 20ού αι. Πρωτοπόροι του γυναικείου α. μπορεί να θεωρηθούν η Γαλλία και η Αυστρία. Το 1917 ιδρύθηκε η Ομοσπονδία Γυναικείου Α. της Γαλλίας και τον επόμενο χρόνο οργανώθηκε το πρώτο γυναικείο πρωτάθλημα της Αυστρίας. Το 1921 ιδρύθηκε στο Παρίσι η Διεθνής Ομοσπονδία Γυναικείου Α.(Fédération sportive féminine internationale). Στην Ελλάδα το πρώτο γυναικείο αθλητικό τμήμα οργανώθηκε στον Πανιώνιο Γυμναστικό Σύλλογο το 1926. Ουσιαστικά ο γυναικείος α. καθιερώθηκε με τη συμμετοχή γυναικών στους Ολυμπιακούς αγώνες (1904). Στους Ολυμπιακούς αγώνες του Άμστερνταμ, το 1928, έστειλαν γυναικείες ομάδες 21 κράτη. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι καλύτερες γυναικείες επιδόσεις των Ολυμπιακών αγώνων του 1972 ήταν όλες ανώτερες από τις αντρικές της Ολυμπιάδας του 1896.
Τα αγωνίσματα. Στον σύγχρονο α. τα αγωνίσματα διακρίνονται σε δρόμους (από τα 100 μ. έως τα 42.192 χλμ. του μαραθώνιου), σε άλματα (εις ύψος, εις μήκος, τριπλούν, επί κοντώ) και σε ρίψεις (σφαιροβολία, δισκοβολία, ακοντισμός, σφυροβολία).
Δρόμου. Πολύ γενικά, οι δρόμοι διακρίνονται σε δρόμους ταχύτητας, ημιαντοχής και αντοχής, ανάλογα με το μήκος και τις ικανότητες που απαιτείται να έχουν οι αθλητές που συμμετέχουν. Ως προς το μήκος οι δρόμοι μετριούνται σε μέτρα.
Οι δρόμοι ταχύτητας (σπριντ) έχει καθιερωθεί να περιλαμβάνουν κατά κανόνα τα 100 μ., τα 200 μ. και τα 400 μ. (πλήρης στίβος, στα ανοιχτά στάδια). Στον κλειστό στίβο, λόγω των μικρότερων σταδίων, υπάρχουν οι δρόμοι των 60 μ. Οι αθλητές ξεκινούν από κατάλληλα στηρίγματα (στάρτιγκ-μπλοκ), που τους επιτρέπουν να πετύχουν τη μεγαλύτερη αρχική εκτίναξη, και τρέχουν σε καθορισμένους διαδρόμους του στίβου, πλάτους τουλάχιστον 1,22 μ. Στα 100 μ. οι δρομείς τρέχουν σε ευθεία γραμμή. Στα 200 και 400 μ. υπάρχει καμπύλη, γι’ αυτό τα στηρίγματα εκκίνησης τοποθετούνται σε διαφορετικές θέσεις, ώστε να αντισταθμίζεται το μειονέκτημα των εξωτερικών διαδρόμων. Η καμπύλη, εξαιτίας της φυγόκεντρης δύναμης που είναι υποχρεωμένος να υπερνικήσει ο αθλητής, επηρεάζει τον χρόνο κατά τρία έως πέντε δέκατα του δευτερολέπτου. Επειδή είχαν συμβεί πολλές ανωμαλίες κατά τις εκκινήσεις των 400 μ., σήμερα και τη διαδρομή αυτή την τρέχουν σε διαδρόμους. Η εκκίνηση δίνεται από τον αφέτη και με έναν πυροβολισμό. Αν ένας αθλητής ξεκινήσει πριν από τον πυροβολισμό, η εκκίνηση θεωρείται εσφαλμένη και οι δρομείς ανακαλούνται με δεύτερο πυροβολισμό. Ο αθλητής που θα κάνει δύο εσφαλμένες εκκινήσεις, αποκλείεται από τον αγώνα. Δύο λευκοί στύλοι, ύψους περίπου 1,40 εκ. και τοποθετημένοι σε απόσταση τουλάχιστον 0,30 μ. από την άκρη του στίβου, σημειώνουν τις άκρες της γραμμής τερματισμού. Οι χρόνοι καταγράφονται από τα ηλεκτρονικά χρονόμετρα (παλαιότερα υπήρχαν τρεις χρονομέτρες για τον ίδιο σκοπό).
Οι δρόμοι ημιαντοχής(800, 1.500 και 3.000 μ.) παλαιότερα θεωρούνταν δρόμοι αντοχής, στους οποίους ο αθλητής δεν έπρεπε να καταβάλλει συνεχώς τη μεγαλύτερη προσπάθεια του· γι’ αυτό υπήρχαν και νεκράσημεία, δηλαδή ανακοπές του ρυθμού. Σήμερα, αντίθετα, συνδυάζονται οι δρόμοι ταχύτητας και οι δρόμοι 800, 1.500 μ. και 3.000 μ. (στιπλ), που είναι οι πιο διαδεδομένοι δρόμοι ημιαντοχής. Η εκκίνηση των 800 μ. γίνεται σε διαδρόμους και από διαφορετικές θέσεις, σε σχέση με την εσωτερική γραμμή. Αφού τρέξουν περίπου 100 μ., οι δρομείς μπορούν να εγκαταλείψουν τους εξωτερικούς διαδρόμους και να τρέχουν κοντά στην εσωτερική γραμμή. Στα 1.500 μ. η γραμμή εκκίνησης είναι λοξή, για να εξουδετερώνεται έτσι το μειονέκτημα των εξωτερικών θέσεων, οι αθλητές όμως τρέχουν χωρίς διαδρόμους.
Οι δρόμοι αντοχής (5.000 μ. και άνω) τείνουν να γίνουν δρόμοι ημιαντοχής, έως τα 10.000 μ., και ισχύουν και γι’ αυτούς οι παρατηρήσεις που έγιναν σχετικά με τα 800 και 1.500 μ. Πάντως, ο μόνος πραγματικός δρόμος αντοχής, που απαιτεί καταπληκτική προπόνηση, άριστη φυσική κατάσταση, ανεξάντλητη αναπνευστική ικανότητα και τεράστια αντοχή, είναι ο μαραθώνιος των 42.195 μ., όση δηλαδή υπολογίζεται η απόσταση που έτρεξε ο Αθηναίος Φειδιππίδης, που είχε σταλεί από τον Μιλτιάδη για να αναγγείλει στην πόλη των Αθηνών τη νίκη των Αθηναίων εναντίον των Περσών στον Μαραθώνα. Ο Φειδιππίδης πέθανε μόλις έφτασε στο τέρμα της διαδρομής και πέρασε στον θρύλο. Στους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες που έγιναν –μετά την αναβίωσή τους– στο Παναθηναϊκό στάδιο το 1896, νικητής στον μαραθώνιο δρόμο αναδείχτηκε ο Σπύρος Λούης από το Μαρούσι της Αττικής. Αργότερα, εκπληκτικά έχουν παραμείνει τα κατορθώματα του Εμίλ Ζάτοπεκ, του Αλέν Μιμούν, του Βλαντιμίρ Κουτς και του Αμπέμπε Μπικίλα. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αι. καθιερώθηκε και ο μαραθώνιος γυναικών στις επίσημες διοργανώσεις. Συχνά επίσης διεξάγονται μαραθώνιοι, με τη συμμετοχή απλών, ερασιτεχνών αθλητών, για διάφορους σκοπούς (ειρήνης, οικολογικούς κλπ.).
Οι δρόμοι μετ’ εμποδίων, που ανήκουν στους αγώνες δρόμου, γίνονται σε δύο αποστάσεις: 110 μ. (100 μ. για τις γυναίκες) με 10 εμπόδια ύψους 1,067 μ. και σε απόσταση 9,14 μ. το ένα από το άλλο (άντρες) και ύψους 0,840 μ. και σε απόσταση 8,50 μ. το ένα από το άλλο (γυναίκες)· 400 μ. με 10 εμπόδια ύψους 0,914 μ. και σε απόσταση 35 μ. το ένα από το άλλο (άντρες) και ύψους 0,762 και σε απόσταση 35 μ. το ένα από το άλλο (γυναίκες). Το πρώτο εμπόδιο απέχει από τη γραμμή εκκίνησης 13,72 μ. στα 110 μ., και 45 μ. στα 400 μ. Το τελευταίο εμπόδιο απέχει από τη γραμμή του τέρματος αντίστοιχα 14,02 μ. (άντρες), 10,5 (γυναίκες) και 40 μ. (άντρες-γυναίκες). Ο αθλητής δεν αποκλείεται αν ρίξει ένα εμπόδιο καθώς το περνά. Στα 3.000 μ. μετά φυσικών εμποδίων (στιπλ), τα εμπόδια (28 φράκτες) πρέπει να έχουν ύψος από 0,911 μ. έως 0,917 μ. και οι τάφροι με νερό (7) πλάτος 3,66 μ.
Η σκυταλοδρομία είναι ομαδικό αγώνισμα. Η διαδρομή διαρείται σε τέσσερα τμήματα, καθένα από τα οποία το διανύει ένας αθλητής. Τα μέλη της ομάδας μεταβιβάζουν το ένα στο άλλο μια μικρή ράβδο, τη σκυτάλη, που ο αθλητής την κρατά στο χέρι του σε όλη τη διαδρομή και τη μεταβιβάζει στον επόμενο συνάδελφο του μέσα στη ζώνη αλλαγής, δηλαδή σε μια απόσταση 20 μ. από τη γραμμή που ορίζει το τέρμα του προηγούμενου τμήματος. Αν πέσει η σκυτάλη από το χέρι του αθλητή, η ομάδα αποκλείεται. Τα αγωνίσματα σκυταλοδρομίας που έχουν αναγνωριστεί είναι: 4χ100 μ. και 4χ400 μ. Στα 4χ100, οι αθλητές τρέχουν σε διαδρόμους, ενώ στα 4χ400 τρέχουν σε διαδρόμους μόνο στο πρώτο τμήμα της διαδρομής. Οι σκυταλοδρομίες εισάγουν στο πιο ατομικό αγώνισμα το ομαδικό πνεύμα, ιδιαίτερα μάλιστα η σκυταλοδρομία 4χ100, όπου όσο μεγάλη κι αν είναι η ατομική αξία, οι δρομείς δεν μπορούν να πετύχουν επίδοση κλάσης, αν δεν έχουν διαμορφώσει την τεχνική τους με συλλογική προσπάθεια.
Οι πρώτοι στίβοι των δρόμων ήταν στρωμένοι με καρβουνόσκονη και έπειτα με πατημένο χώμα και κοκκινόχωμα. Με τη 19η Ολυμπιάδα του Μεξικού, φτάσαμε στους στίβους από ταρτάν, που είναι μείγμα ελαστικού και ασφάλτου και παρουσιάζει εκπληκτική ομοιογένεια και ελαστικότητα. Ο καινούργιος αυτός στίβος επέτρεψε εξαιρετικές επιδόσεις, απαιτούσε όμως και προσαρμογή της τεχνικής των αθλητών. Αρκεί να αναφερθεί ότι στα 400 μ. μετ’ εμποδίων σε στίβους με κοκκινόχωμα, οι δρομείς κάλυπταν την απόσταση μεταξύ δύο εμποδίων (35 μ.) με 17 και 15 βήματα· πάνω στο ταρτάν, η ίδια απόσταση καλύπτεται με μόνο 13 βήματα.
Το αγώνισμα βάδην είναι μια σχεδόν αφύσικη αθλητική ειδικότητα, στην οποία το ανθρώπινο σώμα προσαρμόζεται μόνο με κόπο και εκγύμναση. Οι κανονισμοί ορίζουν ότι ο αθλητής πρέπει να διατηρεί συνεχώς επαφή με το έδαφος: το κάθε πόδι του πρέπει να ακουμπά στο έδαφος πριν το άλλο σηκωθεί για το επόμενο βήμα. Απαγορεύεται η εκτίναξη και επιτρέπεται μόνο επιτάχυνση του βήματος. Το αγώνισμα αυτό διεξάγεται σε στίβο ή σε δημόσιο δρόμο και σε αποστάσεις που συνήθως φτάνουν από 10 έως 5Ο χλμ. Οι καθιερωμένες σήμερα αποστάσεις είναι 15 χλμ., 20 χλμ., 30 χλμ. και μαραθώνιος (50 χλμ.), για άντρες και γυναίκες.
Άλματα. Το άλμα εις ύψος είναι η υπερπήδηση πήχη, ο οποίος τοποθετείται σε δύο στυλοβάτες, σε ύψος που αυξάνεται προοδευτικά. Το άλμα είναι άκυρο αν ο αθλητής ρίξει τον πήχη. Ο αθλητής, παίρνοντας φόρα, ουσιαστικά απεριόριστη, φτάνει κάτω από τον πήχη, όπου με χτύπημα του ενός μόνο ποδιού στο έδαφος πρέπει να μετατρέψει την ταχύτητα σε ανύψωση, προσπαθώντας να τοποθετήσει το κέντρο βάρος του σώματός του όσο ψηλότερα μπορεί. Ο τρόπος με τον οποίο το σώμα περνά πάνω από τον πήχη δημιούργησε τα διάφορα στιλ. Το παλαιότερο είναι το λεγόμενο ψαλίδι, από το οποίο προήλθε το στιλ Λάντον, κατά το οποίο το πόδι που έκανε την εκτίναξη περνά οριζόντιο πάνω από τον πήχη. Το στιλ Χόριν εισήγαγε την περιστροφή του σώματος πάνω από τον πήχη, ενώ αυτό που εφαρμόζεται πλέον είναι το στιλ Φόσμπερι, από το όνομα του Αμερικανού αθλητή (Dick Fosbury), που το παρουσίασε πρώτος στην Ολυμπιάδα του Μεξικού το 1968, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο. Με αυτό το στιλ, ο αθλητής περνά τον πήχη με την πλάτη. Μετά το άλμα ο αθλητής πέφτει σε ένα παχύ ελαστικό στρώμα. Ο αθλητής αποκλείεται αν αποτύχει τρεις φορές στο ίδιο ύψος. Νικητής αναδεικνύεται φυσικά εκείνος που υπερπηδά το μεγαλύτερο ύψος. Αν δύο αθλητές υπερπηδήσουν το ίδιο ύψος, νικητής αναδεικνύεται εκείνος που έκανε τις λιγότερες προσπάθειες.
Το άλμα εις μήκος εκτελείται με φόρα το λιγότερο 40 μ. Η ώθηση του δρόμου πρέπει να οδηγήσει στην υπερπήδηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης απόστασης. Η ελευθερία του άλματος περιορίζεται πολύ από τη γραμμή εκτίναξης, από την οποία μετριέται το μήκος του άλματος και πέρα από την οποία δεν επιτρέπεται να αγγίξει το πόδι στο έδαφος.
Το άλμα εις τριπλούν είναι τρία άλματα εις μήκος. Το πρώτο τελειώνει με το πόδι με το οποίο ο αθλητής έκανε την εκτίναξη λίγο πριν από τον βατήρα· το δεύτερο αρχίζει με το ίδιο πόδι και τελειώνει με το άλλο, το οποίο δίνει και την ώθηση για το τρίτο. Η σειρά των αλμάτων κλείνει με τα πόδια ενωμένα. Το μήκος του άλματος μετριέται, όπως και στο άλμα εις μήκος, από τη γραμμή εκτίναξης έως την αρχή του πρώτου ίχνους που άφησε ο αθλητής πέφτοντας στην άμμο.
Το άλμα επί κοντώ εκτελείται με τη βοήθεια κονταριού, μήκους περίπου 5 μ. Ο αθλητής παίρνοντας φόρα καρφώνει το κοντάρι στη θήκη και σπρώχνοντάς το προς τα εμπρός ανυψώνεται μαζί με αυτό σχηματίζοντας μοχλό για να σηκώσει το σώμα του ψηλά και να υπερπηδήσει έναν πήχη ο οποίος έχει τοποθετηθεί σε δυο στυλοβάτες, που απέχουν μεταξύ τους περίπου 4 μ., ενώ το κοντάρι εξακολουθεί να παραμένει καρφωμένο στη θήκη. Στο αγώνισμα αυτό το κοντάρι έχει μεγάλη σημασία. Αρχικά ήταν από ευλύγιστο ξύλο. Το 1908 ο Αμερικανός Άλμπερτ Τζίσμπερτ χρησιμοποίησε για πρώτη φορά κοντάρι από μπαμπού. Το 1948 διαδόθηκε ευρύτατα το κοντάρι από αλουμίνιο και τελικά υιοθετήθηκε το κοντάρι από φαίμπεργκλας, γερό και ευλύγιστο, που προκάλεσε αληθινή επανάσταση στην τακτική της εκτίναξης και επέτρεψε να βελτιωθούν οι επιδόσεις κατά περίπου 50 εκατοστά. Για τον αριθμό των προσπαθειών και την κατάταξη των αθλητών ισχύουν όσα και στο άλμα εις ύψος.
Ρίψεις. Η σφαιροβολία είναι η εκσφενδόνιση όσο το δυνατόν μακρύτερα μιας σφαίρας, που μπορεί να είναι από σίδερο ή από ορείχαλκο ή και να έχει περίβλημα από λάστιχο, δέρμα ή πλαστικό και να είναι γεμισμένη με μολύβι. Η σφαίρα αυτή πρέπει να ζυγίζει 7,257 κιλά για τους άντρες και 4 κιλά για τις γυναίκες. Η ρίψη γίνεται από τη βαλβίδα, δηλαδή έναν κύκλο διαμέτρου 2,137 μ. Στη μέση του μπροστινού ημικύκλιου είναι προσαρμοσμένος στο έδαφος ένας ξύλινος αναστολέας. Για να είναι έγκυρη η ρίψη, πρέπει η σφαίρα να πέσει σε έναν τομέα 65°, ο οποίος ορίζεται από δύο ακτίνες, που ξεκινούν από το κέντρο της βαλβίδας και περνούν από τα εξωτερικά άκρα του αναστολέα. Αν ο σφαιροβόλος πατήσει έξω από τη βαλβίδα πριν η σφαίρα πέσει στο έδαφος, η βολή θεωρείται άκυρη. Η σφαιροβολία διαδόθηκε στα αγγλικά κολέγια γύρω στα μέσα του 19ου αι., με μεγάλη ποικιλία τεχνικής: με δύο χέρια, από ψηλά, από χαμηλά κ.ά. Το 1865 κωδικοποιήθηκε η ρίψη με το ένα χέρι και με σπάσιμο της μέσης προς τα πίσω. Το στιλ που επικρατεί γενικά σήμερα, το διαμόρφωσε ο Αμερικανός Πάρι Ο’ Μπράιαν, ο οποίος πρώτος έκανε μισή περιστροφή γυρίζοντας την πλάτη του προς την κατεύθυνση της βολής, για να δώσει μεγαλύτερη φορά στην ωστική κίνηση. Η δυσκολία στη σφαιροβολία έγκειται στον πλήρη συντονισμό των κινήσεων, που πρέπει να γίνονται χωρίς καμιά διακοπή της συνέχειας.
Δισκοβολία. Η περιγραφή των αγώνων, που αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα, προς τιμήν του Πάτροκλου και του Αχιλλέα, καθώς και ο περίφημος Δισκοβόλος του Μύρωνα, ένα από τα αριστουργήματα της αρχαίας τέχνης, μαρτυρούν πόση σημασία έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στη δισκοβολία. Το αγώνισμα αυτό εμφανίστηκε πάλι τον 15ο αι. στην Ιταλία, εξαφανίστηκε αργότερα και παρουσιάστηκε πάλι τον 18ο αι. στην Ιταλία και στην Ελβετία. Οι Αγγλοσάξονες το αγνοούσαν, καθιερώθηκε όμως στους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, το 1896, οπότε έγινε κατά τον αρχαίο τρόπο και με το στιλ του Δισκοβόλου του Μύρωνα, δηλαδή χωρίς στροφή (ελληνική δισκοβολία). Το ελεύθερο στιλ έκανε την εμφάνισή του δέκα χρόνια αργότερα και επιβλήθηκε. Ο δίσκος είναι όργανο κυκλικό, από ξύλο ή από πλαστικό υλικό, με μετάλλικο στεφάνι στην περιφέρειά του. Στο γεωμετρικό κέντρο του δίσκου υπάρχει επίσης μέταλλο, που εξασφαλίζει το καθορισμένο βάρος του οργάνου. Ο αντρικός δίσκος έχει διάμετρο από 219 έως 221 χιλιοστά, πάχος στο κέντρο 44 έως 46 χιλιοστά και βάρος 2 κιλά, ενώ ο γυναικείος έχει διάμετρο 180 χιλιοστά, πάχος 38 χιλιοστά και βάρος 1 κιλό. Μπορεί να είναι και μεταλλικός, αρκεί να έχει τις κανονικές προδιαγραφές. Η ρίψη γίνεται από βαλβίδα με διάμετρο 2,50 μ. Ο δισκοβόλος κάνει μιάμιση στροφή για να δώσει στον δίσκο τη μεγαλύτερη ταχύτητα. Αν ο δισκοβόλος βγάλει το πόδι του από τη βαλβίδα πριν ο δίσκος ακουμπήσει στο έδαφος ή αν ο δίσκος πέσει έξω από τον τομέα ρίψης, η βολή θεωρείται άκυρη.
Ο ακοντισμόςέχει επίσης πανάρχαια προέλευση. Το ακόντιο εμφανίζεται ως κυνηγετικό και πολεμικό όπλο από τις πρώτες περιόδους της ιστορίας της ανθρωπότητας και οι περισσότεροι πρωτόγονοι λαοί το χρησιμοποιούν ακόμη για τους σκοπούς αυτούς. Πρώτοι οι Έλληνες του έδωσαν τον αθλητικό του χαρακτήρα, ρίχνοντάς το εναντίον στόχου και μετρώντας έπειτα την απόσταση. Στα νεότερα χρόνια το υιοθέτησαν οι Σκανδιναβοί και είχε μήκος 10-15 μ. Το μήκος του έγινε μικρότερο για τους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, στους οποίους η εκτόξευση γινόταν με τα δύο χέρια. Σήμερα το ακόντιο εκτοξεύεται με ένα μόνο χέρι, αφού ο αθλητής πάρει φόρα τρέχοντας σε έναν διάδρομο πλάτους 4 μ. και μήκους τουλάχιστον 35,50 μ. Αν ο ακοντιστής βγει από τον διάδρομο ή το ακόντιο πέσει όχι με την αιχμή ή έξω από τον τομέα ρίψης, η βολή είναι άκυρη. Το σύγχρονο ακόντιο είναι από ελαφρύ μέταλλο, έχει μήκος 2,60 έως 2,70 μ., μεγαλύτερη διάμετρο 25 έως 35 χιλιοστά και βάρος όχι μικρότερο από 800 γραμμάρια. Οι αθλήτριες χρησιμοποιούν ακόντιο μήκους
2,20 έως 2,30 μ. και βάρους 600 γραμμαρίων. Σήμερα χρησιμοποιείται το ακόντιο που τελειοποίησε το 1951 ο Αμερικανός πρωταθλητής Φρανκ Μπουντ Χελντ, ύστερα από μακρά και προσεκτική αεροδυναμική μελέτη.
Η σφυροβολία προέρχεται από ένα αγώνισμα πολύ συνηθισμένο τον 15ο αι. στην Ιρλανδία και στη Σκοτία, όπου γίνονταν αγώνες ρίψης μεγάλων σφυρών. Η σύγχρονη σφύρα γεννήθηκε στην Οξφόρδη, όπου την ξύλινη λαβή αντικατέστησε μια αλυσίδα με ξύλινη χειρολαβή στην άκρη. Σήμερα η σφύρα αποτελείται από μια μεταλλική χειρολαβή, από ένα ατσάλινο σύρμα διαμέτρου 3 χιλιοστών και από μια σφαίρα από συμπαγές μέταλλο ή από άλλο υλικό γεμισμένο με μολύβι. Ολόκληρο το όργανο έχει βάρος 7,257 κιλά και μήκος από 118 έως 122 εκ. Η βολή γίνεται από κυκλική βαλβίδα διαμέτρου 2,137 μ., η οποία περιβάλλεται από ισχυρό μεταλλικό δίχτυ που έχει άνοιγμα 6 μ. Η βολή πρέπει να γίνεται σε τομέα 90°, αλλιώς είναι άκυρη· ακυρώνεται επίσης αν ο σφυροβόλος βγάλει το πόδι του έξω από τη βαλβίδα. Ο αθλητής εκτελεί τρεις ταχύτατες στροφές επιτόπου και εκτοξεύει τη σφύρα, όταν η φυγόκεντρη δύναμη φτάσει στη μεγαλύτερη τιμή της.
Σύνθετα αγωνίσματα (δέκαθλο και έπταθλο). Στην αρχαία Ελλάδα η έννοια του τέλειου αθλητή εκφραζόταν με το πένταθλο (άλμα, δισκοβολία, δρόμος, ακοντισμός και πάλη), στο οποίο επιδίδονταν αθλητές με πλούσια χαρίσματα. Το πένταθλο διατηρήθηκε και στον σύγχρονο α. για κάποια χρόνια αλλά σύντομα αντικαταστάθηκε από το δέκαθλο (στους άντρες). Η σημερινή μορφή του δεκάθλου αποδίδεται στους Αμερικανούς, οι οποίοι οργάνωσαν το 1884 αγώνες για πολυσύνθετους αθλητές, που δεν ήταν ικανοί να νικήσουν στους συνήθεις αγώνες. Η ιδέα του καλού σε όλα αθλητή, σε αντίθεση με τον recordman, κέρδισε έδαφοςκαιτο δέκαθλο περιλήφθηκε στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1912. Τα αγωνίσματα του δεκάθλου, που γίνονται μόνο μεταξύ αντρών, διεξάγονται σε δύο συνεχείς ημέρες· την πρώτη: 100 μ., άλμα εις μήκος, σφαιροβολία, άλμα εις ύψος και 400 μ. και τη δεύτερη: δισκοβολία, 110 μ. μετ’ εμποδίων, άλμα επί κοντώ, ακοντισμός, 1.500 μ. Η κατάταξη γίνεται ανάλογα με τους βαθμούς του αθλητή, με βάση διεθνές βαθμολόγιο.
Το αντίστοιχο του δεκάθλου στις γυναίκες είναι το έπταθλο (που αντικατέστησε και εδώ το πένταθλο), το οποίο περιλαμβάνει τα εξής αγωνίσματα: 100 μ. μετ’ εμποδίων, 200 μ., 800 μ., άλμα εις ύψος, άλμα εις μήκος, σφαιροβολία και ακοντισμός. Διεξάγεται κι αυτό σε δύο συνεχόμενες ημέρες.
Από το 1960 άρχισαν να οργανώνονται και αθλητικοί αγώνες σε κλειστό στίβο (indoor, όπως επικράτησε να ονομάζονται με τον αγγλικό όρο). Φυσικά το πρόγραμμα των αγώνων αυτών επηρεάζεται από τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι διαστάσεις ενός κλειστού σταδίου. Αποκλείονται συνεπώς
οι ρίψεις μεγάλου μήκους (σφυροβολία, δισκοβολία, ακοντισμός), ενώ οι δρόμοι ταχύτητας και μετ’ εμποδίων περιορίζονται κατά 50-60 μ. Η διάδοση των αθλητικών συναντήσεων κλειστού στίβου είχε ως επακόλουθο την καθιέρωση ευρωπαϊκού πρωταθλήματος και την καταγραφή των επιδόσεων, οι οποίες όμως δεν μπορούν να φτάσουν τις επιδόσεις των αγώνων σε ανοιχτά στάδια.
Γενικά, κατά τα τελευταία χρόνια, σημειώνεται παντού ιδιαίτερη μέριμνα για τον α. Τα στάδια έχουν πολλαπλασιάστει και οι εκσυγχρονισμένες αθλητικές εγκαταστάσεις θεωρούνται ενδεικτικές της γενικότερης πολιτιστικής ανόδου των διαφόρων χωρών.
Η πρώτη δημόσια εμφάνιση Ελληνίδων αθλητριών έγινε σε αγώνες της σχολής νηπιαγωγών του Λυκείου των Ελληνίδων, στο γήπεδο του Εθνικού Αθηνών, το 1903 (φωτ. από εκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Στιγμιότυπο αγώνα 110 μ. μετ’ εμποδίων.
Η εκκίνηση του δρόμου 100 μ. στην πρώτη σύγχρονη Ολυμπιάδα, που έγινε στο Παναθηναϊκό στάδιο το 1896. Νικητής στο αγώνισμα αυτό είχε αναδειχτεί ο Αμερικανός Τόμας Μπούρκε (δεύτερος από αριστερά) με χρόνο 12’’.
Αγώνας δρόμου 800 μ. γυναικών.
Αντίγραφο του περίφημου Δισκοβόλου του Μύρωνος (5ος αι. π.Χ.).
Στιγμιότυπο αγώνα δρόμου 100 μ., κατά την εκκίνηση των αθλητών.
Ο Αλγερινός παγκόσμιος πρωταθλητής δρόμων ημιαντοχής Μορσέλι.
Σχηματική παράσταση των κινήσεων ενός αθλητή σε δρόμο μετ’ εμποδίων, ο οποίος πρέπει να υπερπηδήσει με μεγάλη ταχύτητα τα εμπόδια, χωρίς να ανακόψει τον ρυθμό του.
Αγώνας δρόμου 10.000 μ.
Στο άλμα εις τριπλούν, οι δύο πρώτες φάσεις (ώθηση και βήμα) προετοιμάζουν την τρίτη που είναι το πραγματικό άλμα εις μήκος.
Το βάδην είναι ένα από τα πιο επίπονα και τεχνικά αγωνίσματα.
Η αλλαγή της σκυτάλης είναι η πιο κρίσιμη στιγμή της σκυταλοδρομίας και πολλές φορές κρίνει το αποτέλεσμα. Στιγμιότυπο τελευταίας αλλαγής σε σκυταλοδρομία 4χ100.
Σχηματική παράσταση του αγωνίσματος της σφυροβολίας. Μέσα σε ένα μεταλλικό δίχτυ ανοίγματος 6 μ. και με την πλάτη του γυρισμένη προς την κατεύθυνση της βολής, ο αθλητής περιστρέφει όλο και με μεγαλύτερη ταχύτητα τη σφύρα, χωρίς όμως να μετακινείται καθόλου από τη θέση του. Τη στιγμή που η σφύρα θα αποκτήσει με την περιστροφή τη μεγαλύτερη δυνατή φυγόκεντρη δύναμη, ο σφυροβόλος κάνει τρεις επιταχυνόμενες περιστροφές, αφήνει τη λαβή και η σφύρα μετατρέπει τη δύναμη που είχε συσσωρεύσει σε μια μεγάλη τροχιά.
Στιγμιότυπο από αγώνισμα σφυροβολίας.
Σχηματική παράσταση του αγωνίσματος άλμα εις μήκος, στο οποίο ο αθλητής πρέπει να αποκτήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ταχύτητα και να τη μετατρέψει, χτυπώντας στο έδαφος το ένα πόδι, σε ανύψωση και ώθηση προς τα εμπρός.
Το άλμα εις μήκος είναι από τα πιο εντυπωσιακά αγωνίσματα στίβου
Σχεδιάγραμμα των διαδοχικών φάσεων του ακοντισμού, στον οποίο η κίνηση του χεριού πρέπει να γίνεται με μεγάλη ταχύτητα.
Στιγμιότυπο από αγώνισμα σφαιροβολίας.
Στιγμιότυπο αγωνίσματος δισκοβολίας.
Στιγμιότυπο από αγώνισμα ακοντισμού.
Στιγμιότυπο από το αγώνισμα άλμα εις μήκος.
Αθλητής άλματος εις ύψος σε μια πετυχημένη προσπάθειά του.
Στον δρόμο 3.000 μ. μετά φυσικών εμποδίων (στιπλ), η τεχνική και το στιλ παραχωρούν τη θέση τους στη σωματική δύναμη και αντοχή.
Σχηματική παράσταση του αγωνίσματος άλμα επί κοντώ, στο οποίο, εκτός από την ταχύτητα και την εκτίναξη, είναι απαραίτητο να διαθέτει ο αθλητής και μεγάλη μυϊκή δύναμη στο επάνω μέρος του κορμού: η οριζόντια ταχύτητα της φοράς μετατρέπεται σε ανοδική κίνηση με την ώθηση που ασκούν οι βραχίονες στο κοντάρι.
Στιγμιότυπο από άλμα επί κοντώ.
Η πρώτη δημόσια εμφάνιση Ελληνίδων αθλητριών έγινε σε αγώνες της σχολής νηπιαγωγών του Λυκείου των Ελληνίδων, στο γήπεδο του Εθνικού Αθηνών, το 1903 (φωτ. από εκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *ο1. ενασχόληση, επίδοση σε αθλητικά αγωνίσματα2. το σύνολο τών σωματικών ασκήσεων, ατομικών ή ομαδικών αγωνισμάτων ή αθλημάτων, που συνήθως τελούνται υπό μορφή κωδικοποιημένων αγώνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές αθλητής + παραγ. κατάλ. -ισμός, πρβλ. γαλλ. athletismeη λ. μπήκε στην Ελληνική στα τέλη τού περασμένου αιώνα].
Dictionary of Greek. 2013.